- σισύρα
- η, ΝΜΑ, και σίσυρνα και σισύρνα και σισύρνη, ΜΑνεοελλ.γούνα, μηλωτή| (μσν.-αρχ.) επενδύτης από κατσικήσιο, συνήθως, δέρμα με τις τρίχες του, γούνα ή πανωφόρι από κατσικήσιες τρίχες για την ημέρα και σκέπασμα για τη νύχτα, κν. σήμερα γνωστό ως κάπα (α.«...σισύρα τὸ ἐκ δέρματος ἐντρίχου, ὅπερ καὶ γοῡναν καλοῡσιν ἢ τὸ ἁπλῶς ἐξ ἐρίου ἱμάτιον», Τζέτζ.β. «δοκεῑ ῥαπτὴ εἶναι ἐκ δερμάτων αἰγείων», Σχόλ. Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων άγνωστης προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.